- ὤκισται
- ὠκύςquickfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ᾤκισται — οἰκίζω found as a colony perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίαυλος — (I) ο (ΑΝ) 1. στενή δίοδος, στενωπός, στενό 2. στενό που συνδέει δύο θάλασσες, πορθμός, μπουγάζι «οὗ δὴ στενὸν δίαυλον ᾤκισται πέτρας δεινὴ Χάρυβδις» (Ευρ. Τρωάδ.) νεοελλ. ναυτ. ελεύθερος χώρος ανάμεσα σε πεδία ναρκών αρχ. 1. αγώνισμα δρόμου… … Dictionary of Greek
χωρίς — ΝΜΑ, και χῶρι και σε επιγρ. χωρί Α (ως καταχρ. πρόθεση) δίχως, άνευ (α. «χωρίς θέρμη θερμάθηκε», δημ. τραγούδι β. «χωρίς να θέλεις έξαφνα βαριά ν αναστενάζεις», Βαλαωρ. γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ … Dictionary of Greek
ᾤκισθ' — ᾤκιστο , οἰκίζω found as a colony plup ind mp 3rd sg ᾤκιστο , οἰκίζω found as a colony plup ind mp 3rd sg ᾤκισται , οἰκίζω found as a colony perf ind mp 3rd sg ᾤκισθε , οἰκίζω found as a colony plup ind mp 2nd pl ᾤκισθε , οἰκίζω found as a colony … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)